Σελίδες

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Το ελληνικό μάρμαρο στη διαδρομή της ιστορίας



Ιστορικά, το ξύλο, το χώμα (πηλός κλπ) και η πέτρα αποτελούν τα πρώτα, τα αρχέγονα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο για την κατασκευή κατοικιών, λατρευτικών ή διοικητικών κτισμάτων, αλλά και χρηστικών αντικειμένων. Στον ελλαδικό χώρο η πέτρα χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική ήδη από την εποχή του χαλκού (3000 π.Χ. έως 1000 π.Χ.). Κατά κανόνα αξιοποιούνται τοπικά πετρώματα τόσο την εποχή αυτήν όσο και την επόμενη -εποχή του σιδήρου (1000 π.Χ. έως 700 π.Χ.). Οι τεχνικές δυνατότητες της εποχής ευνοούσαν τη λατόμηση και λεπτομερή κατεργασία (πελέκηση-λάξευση) μόνο μαλακών πετρωμάτων (ψαμμίτες, πωρόλιθοι), ενώ λίθοι από σκληρότερα πετρώματα ενσωματώνονταν, με στοιχειώδη κατεργασία είτε ακατέργαστοι (αργοί), στις κατασκευές. Πωρόλιθοι λαξευτοί χρησιμοποιούνται σε ανωδομές κτιρίων (δομικοί λίθοι), όπου επιχρίονται (το γνωστό stucco) για προστασία και διακόσμηση (χρωματισμό, τοιχογράφηση κλπ), ενώ σκληρότεροι λίθοι (ασβεστόλιθοι ή άλλα πετρώματα, κατά περίπτωση) αξιοποιούνται σε θεμελιώσεις, σε οχυρωματικά έργα και σε γεμίσματα λιθοδομών (τα μικρότερα τεμάχια), όπου η επιμελής λάξευση -εξαιρετικά δύσκολη με τα μέσα της εποχής- δεν είναι απαραίτητη. Η γλυπτική επεξεργασία και διακόσμηση των δομικών λίθων είναι σπάνια και, σχετικά, πρωτόγονη.
Επί αρκετούς αιώνες τα διάφορα είδη μαρμάρου -ως ασβεστολιθικά πετρώματα- αντιμετωπίζονται στην οικοδομική όπως άλλα πετρώματα, αν και στην κατασκευή χρηστικών ή διακοσμητικών αντικειμένων το (λευκό) μάρμαρο διεκδικεί ιδιαίτερο ρόλο αρκετά νωρίς, ήδη από τη μέση νεολιθική εποχή (γυναικεία ειδώλια, χρηστικά αντικείμενα, κυκλαδικά ειδώλια -αργότερα- κ.ά.).

Ως μάρμαρα χαρακτηρίζονται τα φυσικά διακοσμητικά πετρώματα μέσης σκληρότητας, τα οποία είναι δυνατό να εξορυχθούν σε όγκους μεγάλων διαστάσεων και να κοπούν σε πλάκες μικρού πάχους, επιδεχόμενες λείανση και στίλβωση. Πρόκειται για πολυκρυσταλλικά υλικά με μέγεθος κόκκου που μπορεί να κυμαίνεται από 0,5 χιλιοστά του μέτρου, μέχρι και 5 χιλιοστά. Όσο πιο λεπτόκοκκο είναι το μάρμαρο τόσο πιο λεπτές γλυπτικές λεπτομέρειες είναι δυνατό ν’ αποδοθούν. Μάρμαρο με μέγεθος κόκκου μεγαλύτερο από 2 χιλιοστά σπάνια χρησιμοποιείται στη γλυπτική, αλλά μόνο για δομικά στοιχεία.
Η ονομασία "μάρμαρο" προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη μάρμαρος, δηλαδή "λαμπερός" (μαρμαίρω = λάμπω), ο λίθος που λαμπιρίζει έντονα από την πρόσπτωση του φωτός. Το χαρακτηριστικό αυτό -γνωστό ήδη από τη νεολιθική εποχή- σε συνδυασμό με τις ιδιότητες που προαναφέρθηκαν, καθιστούν το πέτρωμα αυτό ιδανικό τόσο για την απόδοση μορφών και διακοσμητικών μοτίβων μέσω της γλυπτικής επεξεργασίας και των δυνατοτήτων επιχρωματισμού του, όσο και για τη χρησιμοποίησή του ως κυρίαρχο υλικό δόμησης (μεγάλοι λαξευτοί δόμοι), τελειωμάτων (λείες πλάκες) και διακόσμησης κτιρίων ιδιαίτερης σημασίας και μνημείων.

Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν αρκετοί αιώνες και να ωριμάσουν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι ιδιότητες αυτές ν’ αναγνωρισθούν και να αξιοποιηθούν. Ως καθοριστικές συνθήκες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν η οικονομική άνθηση των πόλεων σε συνδυασμό με την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή και την κοινωνική σταθερότητα, η εξέλιξη των εργαλείων και μέσων εξόρυξης, κατεργασίας και μεταφοράς μεγάλων όγκων μαρμάρου (βαρούλκα, μοχλοί, σιδηρά εξορυκτικά και λαξευτικά εργαλεία κλπ), η επινόηση, ανάπτυξη και τελειοποίηση των τρόπων και υλικών εφαρμογής, σύνδεσης ή δόμησης των επεξεργασμένων προϊόντων, περιβαλλοντικοί και κλιματικοί παράγοντες αλλά και η επιθυμία για περίτεχνες επιβλητικές και διαχρονικές κατασκευές (δημόσια κτίρια -ναοί, ανάκτορα κ.ά.-, γλυπτά, μνημεία κλπ).
Η έναρξη της ευρείας χρήσης του μαρμάρου, τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στη γλυπτική, εντοπίζεται στην αρχαϊκή περίοδο (700 π.Χ. έως 460 π.Χ.). Ήδη κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. χρησιμοποιείται μάρμαρο αλλά σε περιορισμένη κλίμακα, κυρίως σε συνδυασμό με πωρόλιθο και σε θέσεις των κτιρίων που προορίζονταν να δεχθούν γλυπτική ή ζωγραφική διακόσμηση ή σε σημεία που θα ήταν περισσότερο εκτεθειμένα σε υγρασία. Η τεχνική αυτή εξακολουθεί να εφαρμόζεται και σε μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους. Ενδεικτικά αναφέρονται ο ναός του Δία στην Ολυμπία, με μαρμάρινα και πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, καθώς και ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς με Παριανό μάρμαρο στην πρόσοψη και πωρόλιθο (με λεπτό επίχρισμα τύπου stucco) στην υπόλοιπη κατασκευή. Επίσης, στο Πεισιστράτειο Εκατόμπεδο και στην Ακρόπολη των Αθηνών οι μετόπες, τα γείσα και οι σιμές ήταν μαρμάρινες, ενώ όλα τα άλλα μέλη πώρινα. Η γλυπτική της αρχαϊκής περιόδου κυριαρχείται από τους "Κούρους", μεγάλα μαρμάρινα γλυπτά, ορισμένα εκ των οποίων γιγαντιαίου μεγέθους, με ιδιόμορφη στατική αισθητική όπου διαφαίνεται πρωτόλεια κίνηση και πλαστικότητα.

Στη συνέχεια, η χρησιμοποίηση του μαρμάρου ("λίθος λευκός ή λίθος πεντεληικός, υμήττιος ή πάριος") αυξήθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα το υλικό να κυριαρχήσει στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική.
Ως αποτέλεσμα της ανάγκης για μεγάλους και ενιαίους όγκους μαρμάρου αυτή την περίοδο -και της δυνατότητας αξιοποίησής τους- δημιουργήθηκαν τα πρώτα οργανωμένα λατομεία μαρμάρου. Λατομεία της περιόδου αυτής, τα περισσότερα των οποίων εξακολούθησαν να λειτουργούν και κατά τους επόμενους αιώνες, εντοπίζονται σε διάφορες θέσεις στον ελλαδικό χώρο (Πεντέλη, Σελινούντας, Συρακούσες, Βραυρώνα, Πάρος, Νάξος, Ελευσίνα, Τρίπολη, Άργος, Σκύρος κ.α.), από χαρακτηριστικά ίχνη των εργαλείων που σώζονται μέχρι και σήμερα, με αποτέλεσμα να έχουμε στη διάθεσή μας αρκετά στοιχεία σχετικά με την εξόρυξη των μαρμάρων κατά την αρχαιότητα. Ωστόσο, συστηματική και τεκμηριωμένη καταγραφή των πολυαρίθμων αρχαίων λατομείων που έδωσαν τα μάρμαρα για τη δημιουργία σημαντικών μνημείων -όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο- δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί. 
Το μάρμαρο κάθε περιοχής είχε τα δικά του ιδιαίτερα φυσικομηχανικά χαρακτηριστικά. Το μάρμαρο της Πεντέλης ήταν λευκό, λεπτόκοκκο και σχετικά διαφανές, περιείχε σε μικρό ποσοστό προσμίξεις σιδήρου, (εξ αιτίας των οποίων έπαιρνε μια ερυθρωπή απόχρωση σε επαφή με την ατμόσφαιρα), ενώ τα μάρμαρα της Τρίπολης και του Άργους είχε σκοτεινότερη απόχρωση. Το μάρμαρο της Πάρου, λευκό και χονδρόκοκκο, εξαιρετικής ποιότητας και εύκολο στη λάξευση, ήταν γνωστό ως λυχνίτης (ίσως επειδή η εξόρυξή του πραγματοποιούνταν μέσα σε υπόγειες στοές, οι οποίες φωτίζονταν με λύχνους). Το μάρμαρο της Νάξου, επίσης λευκό και χονδρόκοκκο, αλλά όχι τόσο άριστης ποιότητας όσο το παριανό, χρησιμοποιούνταν όπως και το παριανό τόσο στη γλυπτική, όσο και στην αρχιτεκτονική. Λευκό, επίσης, αλλά δύσκολο στη λάξευση μάρμαρο παράγονταν και στη Θάσο.

Ουσιώδεις αυθεντικές αρχαίες μαρτυρίες σχετικά με τον τρόπο εξόρυξης των μαρμάρων δεν υπάρχουν. Από ευρήματα στα αρχαία λατομεία που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα και από διαπιστώσεις από έρευνες σ’ αυτά, φαίνεται ότι οι τρόποι και μέθοδοι εξόρυξης δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τους εφαρμοζόμενους, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, πριν δηλαδή γενικευτεί η χρήση των σύγχρονων μηχανημάτων εξόρυξης (συρματοκοπές, εξοπλισμός πεπιεσμένου αέρα, μηχανήματα φόρτωσης μεγάλης ισχύος κ.ά.). 
Η λειτουργία των λατομείων μαρμάρου κατά την αρχαιότητα δεν ήταν συνεχής, ούτε η παραγωγή τους σταθερή. Η εξόρυξη καθορίζονταν από τις ανάγκες του έργου για το οποίο προορίζονταν τα μάρμαρα. Ορισμένα λατομεία λειτούργησαν μόνο για λίγο, για τις ανάγκες συγκεκριμένων έργων, αν και τα περισσότερα αξιοποιήθηκαν επί αιώνες μέχρι την εξάντλησή τους, παρέχοντας μάρμαρα σε πολλά έργα, ακόμη και σε μεγάλη απόσταση από τη θέση εξόρυξης.
Γενικά, η ύπαρξη ρηγματώσεων στο μητρικό πέτρωμα διευκόλυνε την απόκτηση μεγάλων δομήσιμων λίθων. Η απόσχιση ενός όγκου από το μητρικό πέτρωμα πραγματοποιούνταν με τη βοήθεια σιδηρών σφηνών και μοχλών σε κατάλληλες θέσεις κατά μήκος των στρωμάτων ή των νοητών επιφανειών ευκολότερου σχισμού είτε σε αυλακώσεις που λαξεύονταν για τον σκοπό αυτόν. Μετά από την αποκόλληση του όγκου και την πρώτη χαλάρωση των αρμών, κατάλληλα σκληρά γεμίσματα του σχηματιζόμενου κενού διευκόλυναν την αποτελεσματική δράση των μοχλών. Η σταδιακή διεύρυνση του κενού επέτρεπε τους λατόμους να κινούνται μέσα σ' αυτό και να δουλεύουν σε κάθε μία από τις πλευρές του όγκου, αποκόπτοντας, με τη βοήθεια σφηνών και αυλακώσεων, όσο το δυνατόν μεγαλύτερα τεμάχια από τον όγκο, σε μορφή κατάλληλη για τη λάξευση αρχιτεκτονικών μελών του κτιρίου. 
Την αποκοπή των τεμαχίων ακολουθούσε η πρώτη λάξευση ή "πελέκησις", ώστε ν’ απαλλαγούν τα τεμάχια από το περιττό βάρος και να διευκολυνθεί η μεταφορά τους. Τα κιονόκρανα, οι κίονες και διάφορα ημιτελή αγάλματα που βρέθηκαν σε αρχαία λατομεία μαρμάρου, ενισχύουν αυτή την πεποίθηση.
Για τη μετακίνηση του όγκου απαραίτητα ήταν τα σχοινιά, οι τροχαλίες, τα βαρούλκα, οι διάφοροι μοχλοί, οι ξύλινοι στρωτήρες, αλλά και οι κύλινδροι.

Στη δόμηση των λιθοδομών κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν λαξευτοί λίθοι απλής γεωμετρικής μορφής, τα "αρχιτεκτονικά μέλη", οι οποίοι συναρμόζονταν μεταξύ τους εν ξηρώ, δηλαδή χωρίς συνδετικό κονίαμα. Η επιλογή του είδους του πετρώματος εξαρτάτο από την αρχιτεκτονική, τη χρήση του κτίσματος, τη διατιθέμενη χρηματοδότηση, αλλά επίσης και από την απόσταση του λατομείου από το εργοτάξιο. Καθοριστικές παραμέτρους για το μέγεθος των λίθων αποτελούσαν οι δυνατότητες του λατομείου και των μεθόδων εξόρυξης, της μεταφοράς και των ανυψωτικών συστημάτων και τεχνικών που υπήρχαν. Οι μηχανικές ιδιότητες του μαρμάρου, ιδίως η σκληρότητα, διαφέρουν στις τρεις διαφορετικές διευθύνσεις του πετρώματος. Ανάλογα με τη θέση του λίθου και το είδος της κατεργασίας των πλευρών του απαιτείται ένας ορισμένος προσανατολισμός των στρώσεων και πτυχώσεων του υλικού, ο οποίος εξασφαλίζεται με την κατάλληλη επιλογή της διεύθυνσης και του προσανατολισμού των τομών των αυλακιών εξόρυξης και των επιφανειών τεμαχισμού του πετρώματος. Για την παραγωγή αρχιτεκτονικών μελών, τα οποία περιείχαν γλυπτικές λεπτομέρειες (μετόπες, ζωφόρος, κυμάτια), απαιτούνταν μάρμαρο υψηλότερης ποιότητας. Στο λατομείο πραγματοποιείτο μια σκληρή και βαριά εργασία και, επί πλέον, μια πολύπλοκη διανοητική εργασία σχεδιασμού της πορείας της εξόρυξης του υλικού και της παραγωγής των (ημικατεργασμένων) δομικών στοιχείων.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν, τα "λιθουργικά σιδήρια", ήταν όμοια με τα σημερινά. Η λάξευση κάθε λίθου εξαρτάτο από τη θέση του στη λιθοδομή και στην οικοδομή και ήταν διαφορετική στο πρόσωπο του λίθου, στις οριζόντιες και στις κατακόρυφες έδρες του και στην αθέατη πλευρά του. Οι οριζόντιες επιφάνειες λαξεύονταν ολόκληρες σε ένα επίπεδο, ώστε να επιτυγχάνεται τέλεια έδραση των λίθων. Χρησιμοποιούνταν πολύ λεπτά και κοφτερά οδοντωτά εργαλεία για την επίπεδη λάξευση και υψηλής ακρίβειας κανόνες για τον συνεχή έλεγχο και την καθοδήγηση της λάξευσης.
Οι κατακόρυφες επιφάνειες επαφής έπρεπε να είναι τέλεια επίπεδες μόνον στην περίμετρο τους (ταινία επαφής πλάτους 5 έως 15 εκατοστών), ενώ στο υπόλοιπο μέρος τους αρκούσε να είναι χονδρολαξευμένες σε βαθύτερο επίπεδο. Οι ταινίες επαφής προετοιμάζονταν στο εργαστήριο, όμως την τελική κατεργασία τους την αποκτούσαν κατά την τοποθέτηση, οπότε πραγματοποιούνταν δοκιμαστική συνάρμοση και τρίψιμο των τελευταίων ανωμαλιών με τριπτήρα, με αποτέλεσμα την τέλεια επαφή των λίθων. Στον Παρθενώνα, οι αρμοί έχουν εύρος μικρότερο του ενός χιλιοστού του χιλιοστού. Χαρακτηριστικό της τέλειας εφαρμογής των λίθων είναι ότι συχνά, όταν σε κάποιον αναπτύσσεται ένα ρήγμα, τούτο εκτεινόμενο συνεχίζεται σε γειτονικούς λίθους ως να μην υπάρχει αρμός μεταξύ τους. Για τη μεταφορά και τοποθέτηση των λίθων στη λιθοδομή χρησιμοποιούνταν κατά περίπτωση γερανοί, έλκηθρα, ξύλινοι κύλινδροι ή φάλαγγες, μοχλοί ξύλινοι ή χαλύβδινοι και συνδυασμοί τους, ενώ για την ανάρτηση και ανύψωσή τους σχοινιά (με προστασία των ακμών με κατάλληλα τοποθετημένα ξύλα), σχοινιά που περιδένονταν σε ειδικές οριζόντιες αύλακες περίδεσης, σχοινιά και βρόγχοι από τους "αγκώνες" (αλάξευτα μικρά τμήματα του αρχικού λίθου που αφαιρούνταν μετά την τοποθέτηση), χαλύβδινες αρπάγες και αλυσίδες από ειδικές λαξευτές υποδοχές, "λύκοι" και ξύλινες άγκυρες που σφηνώνονταν σε μεγάλες διαμπερείς κατακόρυφες οπές των λίθων.
Η συνοχή της κατασκευής εξασφαλίζονταν με κατάλληλη διάταξη των λίθων, ώστε να μη συμπίπτουν οι κατακόρυφοι αρμοί μιας σειράς με εκείνους της υποκείμενης και της υπερκείμενης (πλοκή των λίθων), σε συνδυασμό με τις δυνάμεις τριβής, που αναπτύσσονταν μεταξύ τους. Με σκοπό τη διατήρηση των λίθων στη θέση τους σε περίπτωση σεισμού, η πλοκή τους ενισχύονταν με συνδέσμους σιδηρούς, διαφόρων τύπων, συνήθως σχήματος διπλού Ταυ για τις οριζόντιες συνδέσεις, ενώ για τις κατακόρυφες συνδέσεις μικρούς ορθογωνικούς συνδέσμους, τους γόμφους.
Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι στον Παρθενώνα οι διαστάσεις των συνδέσμων (αναλογία μήκους-πάχους) ήταν ειδικά επιλεγμένες, ώστε σε περίπτωση καταστροφικής φόρτισης να μην καταστρέφεται ο λίθος, αλλά ο σύνδεσμος. Για την τοποθέτηση των συνδέσμων λαξεύονταν στους λίθους εγκοπές, οι εντορμίες, στο σχήμα του αντίστοιχου συνδέσμου αλλά με σημαντικά μεγαλύτερες τις διαστάσεις, ώστε γύρω από τον σύνδεσμο να απομένει χώρος, για τη χύτευση τηγμένου μολύβδου (μολυβδοχόηση). Ο μόλυβδος χρησίμευε για την εξασφάλιση πλήρους μηχανικής συνέχειας μεταξύ συνδέσμου και λίθου, για την απορρόφηση -ως μαλακότερο και παραμορφώσιμο υλικό- μέρους των κραδασμών και της ενέργειας ενός σεισμού και για την προστασία του σιδήρου από την οξείδωση, απομονώνοντας τον από το περιβάλλον. Το τυχαίο της θέσης της εντορμίας σε σχέση με τον αρμό και η ασύμμετρη τοποθέτηση των συνδέσμων οφείλεται στην αναζήτηση της καταλληλότερης θέσης ως προς τα νερά του λίθου.

Υλικό πολυτελές και λιτό, δυναμικό, ανθεκτικό, εύπλαστο και στιβαρό, το μάρμαρο καθιερώνεται κατά την Κλασική Εποχή (από 478 π.Χ. έως 323 π.Χ.) ως ένα δομικό υλικό οικουμενικό και πολύτιμο, λόγω της πολύτροπης χρήσης του και της σημειολογίας που την περιβάλλει. Απλά γεωμετρικά δομικά στοιχεία λαξευτά (δομικοί λίθοι), περίτεχνα ανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη, κίονες που απογειώνουν τον θριγκό, οροφές (φατνώματα), αετώματα, τρίγλυφα, μετώπες, ζωφόροι με γεωμετρικές ή μυθολογικές αναπαραστάσεις, δάπεδα συμπαγή πλακόστρωτα, μαρμάρινα ή επενδυμένα με μάρμαρο έδρανα (θέατρα, ωδεία κ.α.), βωμοί, κρήνες, στήλες και επιγραφές, επιτύμβιες στήλες, χορηγικά μνημεία, μαρμαροθετήματα σε δάπεδα και τοίχους αναδίδουν αίγλη, κύρος, λεπτότητα, ευγένεια.
Το μάρμαρο δεν αρκείται, πλέον, στη λατρευτική αρχιτεκτονική (ναοδομία), αλλά διαχέεται και διεισδύει -από τον 5ο αιώνα και έπειτα- και στην κοσμική, σε δημόσια κτίρια (θόλοι, στοές, θέατρα κ.ά.) και χώρους κάθε χρήσης και καθίσταται έτσι δομικό στοιχείο της κάθε πόλης και του πολιτισμού της, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Την εξέλιξη στην αρχιτεκτονική και στην εικαστική αξιοποίηση του μαρμάρου οδηγεί η Αθήνα, της οποίας το στίγμα επηρεάζει καθοριστικά την πορεία της εξέλιξης αυτής στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και στους επόμενους αιώνες.

Από τον 4ο π.Χ. αιώνα και εξής η οικοδομική δραστηριότητα στην Αθήνα ελαττώνεται δραματικά, με εξαίρεση της περίοδο του Αδριανού. Ωστόσο, η αποφασιστική εξάπλωση του μαρμάρου με τη χρήση και τον συμβολισμό που κυριάρχησε κατά την Κλασική Εποχή, συντελείται κατά την Ελληνιστική Εποχή (από 330 π.Χ. έως 30 π.Χ.) και κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους (από 30 π.Χ. έως 4ο αιώνα μ.Χ.) με τη διάχυση του πολιτισμικού πλαισίου-φορέα που το ανέδειξε. Οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται, καθορίζουν τις παραμέτρους χρησιμοποίησης του μαρμάρου στην αρχιτεκτονική. Ανακτορικά συγκροτήματα, ναοί, αγορές, βιβλιοθήκες, θέατρα, αγορές, fora, λουτρά, βεσπασιανές και άλλα δημόσια κτίρια, αλλά και ορισμένα ιδιωτικά (κατοικίες, επαύλεις, ταφικά μνημεία-μαυσωλεία) στα νέα διοικητικά κέντρα στην Ανατολή (Ελληνιστική Εποχή) και στη Δύση (Ρωμαϊκοί χρόνοι)  στηρίζουν την αίγλη και το κύρος της παρουσίας, του συμβολισμού και της χρήσης τους στο μάρμαρο. Νέες πόλεις ιδρύθηκαν με έντονες ανάγκες για επιβλητικά δημόσια κτίρια και νέα λατομεία μαρμάρου αποκαλύφθηκαν και αξιοποιήθηκαν κατά τους αιώνες αυτούς. Ωστόσο, στα νέα κράτη με την ευρεία γεωγραφική εξάπλωση (βασίλειο, αυτοκρατορία κλπ) οι λατρευτικές και οι κοινωνικές ανάγκες συνυπάρχουν με την οργάνωση της άμυνας (οχυρωματικά έργα) και των υποδομών του κράτους (ύδρευση, αποχέτευση και υγιεινή, δρόμοι, λιμάνια κλπ).

Σε αντιδιαστολή με την οικοδομική της εν ξηρώ λιθοδομής, που κυριαρχεί κατά την Κλασική και την Ελληνιστική Εποχή, η ρωμαϊκή οικοδομική χαρακτηρίζεται από την εξέλιξη των κονιαμάτων. Το ρωμαϊκό υδραυλικό κονίαμα (γνωστό και ως "ρωμαϊκό τσιμέντο"), η καινοτομία της εποχής, αποτελεί το βασικό υλικό δόμησης από την περίοδο αυτήν και εξής και οδηγεί, ουσιαστικά, την οικοδομική τεχνολογία μέχρι σήμερα. Με το νέο, ευέλικτο και ισχυρό συνδετικό υλικό, το μάρμαρο, με οποιαδήποτε μορφή (λίθοι, αρχιτεκτονικά μέλη, διακοσμητικά στοιχεία, πλάκες κλπ), εφαρμόζεται, πλέον, με μεγαλύτερη ευκολία και λιγότερη κατεργασία, ενώ μπορεί να συνδυάζεται με άλλα συμπαγή υλικά (κεραμικά, λιθοσώματα) για τη δόμηση επιβλητικών κατασκευών κάθε είδους. Ταυτόχρονα, διευκολύνεται η επανάχρηση και ενσωμάτωση σε νέες κατασκευές μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, τα οποία προέρχονται από καταστροφή παλαιοτέρων κτισμάτων (η καταστροφή κτισμάτων του αντιπάλου, ιδιαίτερα των επιβλητικότερων, αποτελεί πάγια πρακτική των νικητών κάθε πολέμου διαχρονικά, χωρίς να παραβλέπονται άλλα γεγονότα -πυρκαγιές, σεισμοί κλπ). Η πρακτική της επανάχρησης δομικών στοιχείων και υλικών, γνωστή ήδη και εφαρμοζόμενη από την Αρχαϊκή περίοδο, κυρίως σε μικρής σημασίας κατασκευές, αποκτά νέα δυναμική από τον 4ο π.Χ. αιώνα, χαρακτηρίζοντας, πλέον, αξιόλογα δημόσια κτίρια, αλλά και κατασκευές οχυρωματικές ή υποδομών (υδραγωγεία, δρόμοι κλπ).

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο (313 μ.Χ. έως 1453 μ.Χ.) η χρήση του μαρμάρου στην αρχιτεκτονική εξακολουθεί όπως περίπου κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους· παραμένει επιλεκτική χωρίς θεαματικές διακυμάνσεις. Με κυρίαρχα δομικά υλικά τα κονιάματα και τις κεραμικές πλίνθους (ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους), το μάρμαρο εντάσσεται σε δομικές κατασκευές με τη μορφή ανάγλυφων ή γεωμετρικών αρχιτεκτονικών μελών, διακοσμητικών στοιχείων, πλακών επένδυσης τοίχων ή επίστρωσης δαπέδων, περίτεχνων μαρμαροθετημάτων. Επίσης, με την επανάχρηση και ενσωμάτωση σε νέες κατασκευές αξιοποιείται πλήθος μαρμάρινων στοιχείων του παρελθόντος.
Η γενίκευση της εφαρμογής συνδετικών κονιαμάτων και επιχρισμάτων, η χρησιμοποίηση μαρμάρου ως δομικού υλικού σε συνδυασμό με άλλα υλικά και η ευρεία επανάχρηση αρχιτεκτονικών μελών και δομικών στοιχείων σε νέες κατασκευές, που αποτελούν βασικά στοιχεία τη οικοδομικής πρακτικής στον ελλαδικό χώρο ήδη από τη Μέση Βυζαντινή Περίοδο, οδηγούν στην ατονία και συρρίκνωση τόσο της εξορυκτικής δραστηριότητας όσο και της διάδοσης και εξέλιξης της τεχνογνωσίας λάξευσης του μαρμάρου και καλλιτεχνικής επεξεργασίας αρχιτεκτονικών μελών ήδη από την εποχή αυτήν. Η εξόρυξη και επεξεργασία του μαρμάρου στις αρχές του 20ου αιώνα (μ.Χ.) με τρόπους και μέσα (εργαλεία κλπ) που ελάχιστα διαφέρουν από αντίστοιχα της κλασικής εποχής, υποδηλώνει ασφαλώς, ότι κατά τους αιώνες που μεσολάβησαν δεν παρουσιάσθηκε ουσιώδης ανάγκη αύξησης της παραγωγής μαρμάρου, βελτίωσης των προϊόντων (αρχιτεκτονικά μέλη, δομικά στοιχεία, χρηστικά αντικείμενα) ή εμπλουτισμού μορφών και μοτίβων.

Η αρχιτεκτονική στον ελλαδικό χώρο κατά την Οθωμανική Περίοδο (από 1453 μ.Χ. έως 1829 μ.Χ.), με εξαίρεση την κατοικία και άλλες ιδιωτικές κατασκευές μικρής κλίμακας, εξυπηρετεί την οθωμανική διοίκηση και την κυρίαρχη μουσουλμανική θρησκεία. Διοικητικά κτίρια, τεμένη, μαυσωλεία, λουτρά, αγορές, ιεροδιδασκαλεία, οχυρώσεις κ.ά. κατασκευάζονται εφαρμόζοντας τις κατά τόπους επικρατούσες παραλλαγές της οικοδομικής τεχνικής της Βυζαντινής Περιόδου (ευρεία χρήση κονιαμάτων, συνδυασμός δομικών υλικών, ενσωμάτωση δομικών στοιχείων και αρχιτεκτονικών μελών από παλαιότερες κατασκευές). Παράλληλα, όσα από τα βυζαντινά (ή χριστιανικά) δημόσια κτίρια δεν έχουν καταστραφεί κατά τη διάρκεια των πολέμων είτε εξ αιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, μετατρέπονται κατάλληλα, ώστε να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της νέας διοικητικής, κοινωνικής και θρησκευτικής οργάνωσης και λειτουργίας.

Το νεότευκτο, κατά τον 19ο αιώνα, ελληνικό κράτος, αλλά και η Ευρώπη την εποχή αυτήν αναζητά ιδεολογικοπολιτιστικά ερείσματα στην κλασική αρχαιότητα, παρακάμπτοντας το πρόσφατο παρελθόν. Η αρχιτεκτονική ξαναανακαλύπτει τη μαγεία του μαρμάρου. Το μάρμαρο επιστρέφει θριαμβικά, όμως, όχι σε ρόλο δομικό, αλλά σε ρόλο διακοσμητικό και συμβολικό: για να χαρακτηρίσει την αναγέννηση του ελληνισμού. Με την εξέλιξη της οικοδομικής τεχνολογίας στον ευρωπαϊκό χώρο, η εν ξηρώ (χωρίς συνδετικό κονίαμα) δόμηση επιβλητικών και μεγαλοπρεπών κτιρίων έχει ήδη εγκαταλειφθεί ως πρακτική προ πολλού, ενώ η τεχνογνωσία της είναι, πλέον, άγνωστη.
Μορφές, μοτίβα, ρυθμοί της Κλασικής Εποχής αναπαράγονται και συνδυάζονται επιλεκτικά στις νέες κατασκευές-τοπόσημα του νέου κράτους άλλοτε με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη -τα εξ ολοκλήρου μαρμάρινα κτίρια είναι ελάχιστα- και άλλοτε με άλλα υλικά σε απομίμηση του μαρμάρου. Έτσι, το ελληνικό μάρμαρο ξαναμπαίνει στο λεξιλόγιο της αρχιτεκτονικής ως παραπομπή στο μεγαλείο και στην αίγλη του κλασικού αλλά και ως συνώνυμο της πολυτέλειας, της λεπτότητας, της τελειότητας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, η νεότερη εξόρυξη στην Πεντέλη άρχισε το 1836, ενώ με Πεντελικό μάρμαρο έχουν κατασκευασθεί η Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη, η Ακαδημία Αθηνών και άλλα σημαντικά κτίρια. Η εξόρυξη, επεξεργασία και ενσωμάτωση του μαρμάρου στις κατασκευές με τα μέσα της εποχής αυτής παραμένει, κατά κύριο λόγο, χειρωνακτική και, ως εκ τούτου, εξαιρετικά δαπανηρή. Η κατασκευή των κτιρίων-μνημείων αυτών χρηματοδοτείται από επιφανείς έλληνες της διασποράς, είτε πρόκειται για δημόσια κτίρια είτε για ιδιωτικά. Σε αντιδιαστολή με την Κλασική Εποχή, όπου η ναοδομία οδηγούσε την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και της χρήσης του μαρμάρου, κατά τους νεότερους χρόνους η ναοδομική αρχιτεκτονική της (κυρίαρχης) ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας παραμένει περισσότερο προσηλωμένη σε βυζαντινές μορφολογικές και ρυθμολογικές καταβολές, με σεμνή και επιλεκτική χρήση μαρμάρου, κυρίως σε τελειώματα, δάπεδα και επενδύσεις, σπανιότερα σε αρχιτεκτονικά μέλη.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου το μάρμαρο εξακολουθεί να συμμετέχει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ωστόσο, λόγω δαπανηρότητας αλλά και της εξέλιξης νέων υλικών και τεχνολογιών δόμησης, παραμερίζεται από την κατασκευή ολόσωμων αρχιτεκτονικών μελών και δομικών στοιχείων, ενώ καθιερώνεται ως βασικό υλικό διακόσμησης και τελειωμάτων (επενδύσεις, γείσα, υπέρθυρα, παραστάδες, κατώφλια, φουρούσια, δάπεδα κ.ά.) καθώς και κατασκευής μνημείων.
Μεγάλη κατανάλωση παρουσίαζαν τα ελληνικά μάρμαρα μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Εκτιμάται ότι, από τα μάρμαρα της Πεντέλης η Αθήνα και ο Πειραιάς κατανάλωναν κάθε χρόνο περίπου 3000 κυβικά μέτρα. Λευκό μάρμαρο Πεντέλης χρησιμοποιήθηκε σε πολλά από τα οικοδομήματα και μνημεία της εποχής αυτής.

Η απελευθέρωση της δημιουργικής έκφρασης της ελληνικής αρχιτεκτονικής συντελείται με την (δειλή στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τολμηρή στη συνέχεια) εξερεύνηση και αξιοποίηση των δυνατοτήτων νέων-σύγχρονων δομικών υλικών. Τα "νέα" υλικά δεν αποτελούν παρά σύγχρονες εκδοχές των αρχέγονων δομικών υλικών -ξύλο, πέτρα (ασβεστόλιθος, μάρμαρο, πωρόλιθος κλπ), χάλυβας (κράμα του σιδήρου), κονιάματα και σκυρόδεμα (μείγμα τσιμέντου με άμμο και χαλίκια), κεραμίδια και τούβλα (πηλός)- σε ποικίλους συνδυασμούς.
Με την εξέλιξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών και μέσων (εργαλεία, μηχανήματα, υλικά, χρηματοδότηση κ.ά.) για την εξόρυξη, κατεργασία, διακίνηση και εφαρμογή των τελικών προϊόντων του στις κατασκευές το μάρμαρο έχει καταστεί, πλέον, "βιομηχανικό" φυσικό (ορυκτό) υλικό. Η βιομηχανική παραγωγή του και οι τεχνολογικές καινοτομίες που εφαρμόζονται, σέβονται και αναδεικνύουν τις ιδιότητες και ιδιαιτερότητες του πετρώματος, απελευθερώνουν την καλλιτεχνική φαντασία του δημιουργού και την αρχιτεκτονική έμπνευση, ελαχιστοποιούν τη χειρωνακτική εργασία, περιορίζουν τη συμμετοχή του στο τελικό κόστος του έργου.

Στην εμπορική γλώσσα, ως μάρμαρο θεωρείται κάθε κρυσταλλικό πέτρωμα, με ορυκτολογική σύσταση στην οποία επικρατούν κυρίως ορυκτά με σκληρότητα 3 έως 4 της σκληρομετρικής κλίμακας Mohs (ασβεστίτης, δολομίτης κλπ) και το οποίο επιπλέον επιδέχεται κοπή, λείανση και στίλβωση, ώστε να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως διακοσμητικό ή δομικό υλικό. Στην την κατηγορία των μαρμάρων ανήκουν διάφορα πετρώματα εξορυσσόμενα σε όγκους, επιδεκτικά κοπής σε πλάκες, λείανσης και στίλβωσης, καθώς και ο πωρόλιθος, το αλάβαστρο, ο όνυχας,  οι δομικοί λίθοι λαξευτοί ή όχι, οι σχιστολιθικές και  οι ασβεστολιθικές πλάκες και παρεμφερή πετρώματα χρησιμοποιούμενα για δομικούς και διακοσμητικούς σκοπούς.
H ποιότητα των μαρμάρων εξαρτάται, σε σημαντικό βαθμό, από τη σύσταση του πετρώματος και από το βαθμό της μεταμόρφωσής του, ενώ τα χρώματα ποικίλουν.
Τα κύρια σύγχρονα λατομικά κέντρα στην Ελλάδα εντοπίζονται στις μαρμαροφόρες περιοχές Δράμας-Καβάλας-Θάσου (Ανατ. Μακεδονία - το σπουδαιότερο λατομικό κέντρο της χώρας), Κοζάνης-Βέροιας, Ιωαννίνων, Βόλου, Διονύσου Πεντέλης, Λειβαδιάς-Ελικώνα, καθώς και σε άλλες περιοχές (Αργολίδας, Εύβοιας, Σκύρου, Νάξου, Πάρου, Τήνου, κλπ).

Αφετηρία της παραγωγικής διαδικασίας των προϊόντων μαρμάρου αποτελεί η απόσπαση μεγάλων όγκων από το μητρικό πέτρωμα (εξόρυξη με συρματοκοπή ή με άλλες μεθόδους) και ο τεμαχισμός τους, στον χώρο του λατομείου, σε εμπορεύσιμα ογκομάρμαρα με ορθογωνική μορφή και κατάλληλες διαστάσεις. Κατά τη διαμόρφωση των ογκομαρμάρων στα λατομεία επιδιώκεται αυτά να είναι υγιή, απαλλαγμένα από εσωτερικά ελαττώματα (φυσικές ή τεχνητές ρωγμές, οπές κ.ά.) Ακολουθεί η μεταφορά και κατεργασία τους στο εργοστάσιο, η οποία περιλαμβάνει την παραγωγή ενδιαμέσων (πλάκες τελάρου, λωρίδες, πλάκες μεγάλου πάχους κ.ά.) και τελικών προϊόντων τυποποιημένων διαστάσεων είτε ειδικών απαιτήσεων. Η διαδικασία είναι μηχανοποιημένη, αυτοματοποιημένη και κεντρικά ελεγχόμενη μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων. Το νερό που χρησιμοποιείται για την ψύξη κατά την κοπή του μαρμάρου (απαιτείται μεγάλη ποσότητα σε συνεχή ροή), συλλέγεται, καθαρίζεται και επαναχρησιμοποιείται.
Οι εργασίες που συναποτελούν τη διαδικασία παραγωγής τελικών προϊόντων είναι, συνοπτικά:
  • Κοπή, η κατεργασία τεμαχισμού σε τεμάχια μικροτέρων διαστάσεων κατά διαδοχικά βήματα με τα κατάλληλα κατά περίπτωση μηχανήματα και εργαλεία μέχρις να παραχθούν ενδιάμεσα ή τελικά προϊόντα των επιθυμητών σχημάτων και διαστάσεων.
  • Στοκάρισμα επιφάνειας, η κατεργασία αποκατάστασης των ατελειών της (ρωγμές, οπές, μειωμένης αντοχής περιοχές κλπ) με ειδικά χημικά προϊόντα (κόλλες, στόκοι), τα οποία προσφύονται σταθερά στο πέτρωμα, σκληρύνονται και αποκτούν χαρακτηριστικά όμοια με τα αντίστοιχα του υγιούς πετρώματος, ώστε η στοκαρισμένη επιφάνεια να μπορεί να λειανθεί χωρίς προβλήματα.
  • Ρητινάρισμα, ο εμποτισμός του πετρώματος (όγκος, πλάκα τελάρου κ.ά.) με ρητίνες, οι οποίες, υπό κατάλληλες συνθήκες, διεισδύουν σε όλες τις ασυνέχειές του για να του προσδώσουν, μετά από τη σκλήρυνσή τους, μεγάλη συνοχή και αντοχή, τεχνικά χαρακτηριστικά απαραίτητα για την περαιτέρω κατεργασία του (κοπή, λείανση, στίλβωση κλπ).
  • Ξεχόνδρισμα ή καλιμπράρισμα, η πλήρης επιπέδωση με απότριψη της επιφάνειας που πρόκειται να λειανθεί.
  • Λείανση επιφάνειας, η διαμόρφωση λείας επιφάνειας προοδευτικά με συνεχή απότριψή της σε διαδοχικές φάσεις με λειαντικά μέσα, των οποίων η κοκκομετρία μειώνεται σταδιακά σε κάθε επόμενη φάση.
  • Στίλβωση επιφάνειας, η σφράγιση των πόρων, που έχουν απομείνει στην επιφάνεια μετά από τη λεπτομερή λείανση, με τη βοήθεια χημικών ουσιών, ώστε να προκύψει στιλπνή τελική επιφάνεια.
  • Κρυσταλλοποίηση επιφάνειας, κατεργασία αντίστοιχη της στίλβωσης, η οποία εφαρμόζεται μόνο σε δάπεδα.
  • Άλλες επιφανειακές κατεργασίες, όπως σκαπιτσάρισμα, τεχνητή παλαίωση, θραύση, λάξευση ή πελέκηση, αμμοβολή κ.ά.
  • Φινίρισμα πλευρικών επιφανειών πλακών (μουρέλων).
  • Καλλιτεχνική επεξεργασία (διαμόρφωση αναγλύφου, καλλιτεχνική κοπή, διακοσμητική ένθεση, εγχάρακτες συνθέσεις κλπ) με τόρνους, παντογράφους, ηλεκτροεργαλεία χειρός, χάραξη με laser, κοπή ή σμίλευση με water jet (σε συνδυασμό με abrasive jet) και ηλεκτρονικά προγραμματιζόμενες (μέσω CAD/CAM) μηχανές κοπής και διαμόρφωσης της πέτρας (CNC).

Τα τελικά προϊόντα μαρμάρου παράγονται σε ευρεία ποικιλία. Ενδεικτικά ομαδοποιούνται σε:
  • Πλάκες για πλακοστρώσεις υπαιθρίων χώρων (προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 1341) σε ποικίλα σχήματα και διαστάσεις. 
  • Πλάκες για δάπεδα και σκάλες (προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 12058) με οποιαδήποτε επιφανειακή επεξεργασία.
  • Πλάκες για επένδυση τοίχων (προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 1469) με επικόλληση είτε με μηχανική στερέωση.
  • Πλακίδια μικρού πάχους και τυποποιημένων διαστάσεων για επιστρώσεις δαπέδων και επενδύσεις τοίχων (προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 12057).
  • Ολόσωμα (μασίφ) στοιχεία δόμησης και διακόσμησης (προδιαγραφές ΕΛΟΤ prΕΝ 12059) και χρηστικά αντικείμενα (αρχιτεκτονικά μέλη, πάγκοι κουζίνας, μπανιέρες, κρήνες, αντίγραφα στοιχείων σε έργα αναστηλώσεων κ.ά., που παράγονται με μηχανές CNC).
  • Πλάκες ή λωρίδες για υπέρθυρα, παραστάδες, κατώφλια, μπαλκονοποδιές κλπ.
  • Κυβόλιθοι για δαπεδοστρώσεις υπαιθρίων χώρων (προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 1342).
  • Κράσπεδα υπαιθρίων χώρων (προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 1343).
  • Δομικοί λίθοι και λίθοι επένδυσης (προδιαγραφές ΕΛΟΤ ΕΝ 771-6).
  • Κροκάλες και ψηφίδες.

Λαμβάνοντας υπόψη την πλούσια παλέτα αποχρώσεων -και ειδών- μαρμάρου και τις δυνατότητες -και τύπους- τελικών διαμορφώσεων, καθίσταται σαφές, ότι η ποικιλία των τελικών προϊόντων είναι, πρακτικά απεριόριστη. Παράλληλα, με την εφαρμογή νέων τρόπων και μέσων αξιοποίησης των πετρωμάτων από την εξόρυξη μέχρι την εφαρμογή των τελικών προϊόντων, έχει ελαχιστοποιηθεί τόσο το κόστος τους όσο και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος εξ αιτίας της δραστηριότητας αυτής.
Στους "παραδοσιακούς" τρόπους ενσωμάτωσης των προϊόντων αυτών σε κτιριακές κατασκευές και σε διαμορφώσεις υπαιθρίων χώρων (με την παρεμβολή κονιάματος -κολυμβητά- και εν ξηρώ) έχουν προστεθεί νέοι, όπως η επικόλληση και η μηχανική στερέωση (ορθομαρμαρώσεις), που, με τη διαρκή εξέλιξη, βελτίωση και εμπλουτισμό τους, διευρύνουν συνεχώς τους ορίζοντες της αρχιτεκτονικής δημιουργίας και το πεδίο εφαρμογής του μαρμάρου στο δομημένο περιβάλλον.


 

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

SALONICANEWS: Να ο τρόπος για ζεστό χρήμα: Ζώνες εξοχικής κατοικ...

SALONICANEWS: Να ο τρόπος για ζεστό χρήμα: Ζώνες εξοχικής κατοικ...: "Στη χωροθέτηση ζωνών εξοχικής κατοικίας σε όλη την Ελλάδα προσανατολίζεται η κυβέρνηση με στόχο την εξοικονόμηση 35 δισεκατομμυρίων ευρώ από..."

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ Γ.Σ. ΤΟΥ ΣΑΘ

Είναι καιρός να γίνουν οι αρχιτέκτονες από "πρόβλημα της κοινωνίας" (σύμφωνα με τα ΜΜΕ), μέρος της λύσης των προβλημάτων της, καρταθέτοντας -με στεντόρεια φωνή- προτάσεις για την κοινωνική και χωρική καθημερινότητα μεμονωμένα (ατομικά), ομαδικά, συλλογικά, ξεπερνώντας τις βρεφικές ανασφάλειες και το πιπίλισμα παρωχημένων, οπισθοδρομικών, συντηρητικών θέσεων και τσιτάτων κομματικών ή συνδικαλιστικών (το πιπίλισμα δεν χαρακτηρίζει ωριμότητα).

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ


«Μεταρρύθμιση Συστήματος Ανάθεσης και Εκτέλεσης συμβάσεων Μελετών και Δημοσίων Έργων, Ίδρυση Αρχής Ελέγχου Μελετών και Έργων και λοιπές διατάξεις» (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α, Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 3316/2005)

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

ΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ


Κάθε πολίτης (υπεύθυνος, εξ ορισμού) προσδιορίζει τη θέση και εκδηλώνει τη στάση του απέναντι στα διάφορα γεγονότα, καταστάσεις ή συμπτώματα του δημόσιου βίου και της κοινωνικής καθημερινότητας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο και σε σχέση τόσο με τις ιδιαιτερότητές του (μόρφωση, παιδεία, θυμικό, συμφέροντα, αλληλοσχέσεις κτλ.), όσο και με τη φύση της επαφής του με το κάθε γεγονός ή σύμπτωμα.